δεκαπλάσια

δεκαπλάσια
δεκαπλάσιος
tenfold
neut nom/voc/acc pl
δεκαπλάσιος
tenfold
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεκαπλασία — δεκαπλασίᾱ , δεκαπλάσιος tenfold fem nom/voc/acc dual δεκαπλασίᾱ , δεκαπλάσιος tenfold fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαπλασίᾳ — δεκαπλασίᾱͅ , δεκαπλάσιος tenfold fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαπλασιάσας — δεκαπλασιά̱σᾱς , δεκαπλασιάζω multiply by ten fut part act fem acc pl (doric) δεκαπλασιά̱σᾱς , δεκαπλασιάζω multiply by ten fut part act fem gen sg (doric) δεκαπλασιάσᾱς , δεκαπλασιάζω multiply by ten aor part act masc nom/voc sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαπλασίας — δεκαπλασίᾱς , δεκαπλάσιος tenfold fem acc pl δεκαπλασίᾱς , δεκαπλάσιος tenfold fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαπλασιάσαι — δεκαπλασιά̱σᾱͅ , δεκαπλασιάζω multiply by ten fut part act fem dat sg (doric) δεκαπλασιάζω multiply by ten aor inf act δεκαπλασιάσαῑ , δεκαπλασιάζω multiply by ten aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεκαπλασίαν — δεκαπλασίᾱν , δεκαπλάσιος tenfold fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδροστατική — (ή στατική των υγρών). Είναι η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των υγρών σε ήρεμη κατάσταση. Η γνώση των νόμων της υδροστατικής ανάγεται στην αρχαιότητα· ο Αρχιμήδης (287 212 π.Χ.) μελέτησε κατά τρόπο συστηματικό την υδροστατική. Ο Πασκάλ και ο… …   Dictionary of Greek

  • ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το …   Dictionary of Greek

  • κρεατίνη — Παράγωγο της γουανιδίνης. Από χημική άποψη η κ. ανήκει στα αμινοξέα, χωρίς όμως να συμμετέχει στον σχηματισμό των πρωτεϊνών. Η ουσία αυτή έχει την ικανότητα να προσλαμβάνει μια φωσφορική ομάδα, δημιουργώντας έναν ενεργειακά πλούσιο δεσμό, και να… …   Dictionary of Greek

  • μαύρες τρύπες — (Αστρον.). Αντικείμενο, η μάζα του οποίου είναι συγκεντρωμένη σε πολύ περιορισμένη περιοχή ώστε η ταχύτητα διαφυγής από αυτό να είναι μεγαλύτερη από την ταχύτητα του φωτός. Εικάζεται ότι όταν ένα άστρο εξαντλήσει τα πυρηνικά του καύσιμα, η πίεση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”